Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἀνήλιος
ἀνήλισκον
ἀνήλυθον
ἀνηλώθην
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκᾱρύσσω
ἀγκάς
ἄγκειμαι
ἀγκέχυται
ἀγκιστρείᾱ
ἀγκιστρευτικός
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκιστρωτός
ἀγκλαίω
ἀγκλέπτω
ἀγκλῑ́νω
ἄγκοιναι
ἀγκομίζω
View word page
ἀγκέχυται
ἀγκέχυται
ep.3sg.pf.pass.
see
ἀναχέω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀγκέχυται
Headword (normalized):
ἀγκέχυται
Headword (normalized/stripped):
αγκεχυται
IDX:
5353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5354
Key:
ἀγκέχυται
Data
{'headword_display': '<b>ἀγκέχυται</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀγκέχυται<LblR>ep.3sg.pf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀναχέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀγκέχυται'}