Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνηλειψίᾱ
ἀνῆλθον
ἀνήλιος
ἀνήλισκον
ἀνήλυθον
ἀνηλώθην
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκᾱρύσσω
ἀγκάς
ἄγκειμαι
ἀγκέχυται
ἀγκιστρείᾱ
ἀγκιστρευτικός
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκιστρωτός
ἀγκλαίω
ἀγκλέπτω
ἀγκλῑ́νω
View word page
ἀγκάς
ἀγκάςadvreltd.ἀγκών in the armsHom. AR. Theoc.

ShortDef

in the arms

Debugging

Headword:
ἀγκάς
Headword (normalized):
ἀγκάς
Headword (normalized/stripped):
αγκας
IDX:
5351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5352
Key:
ἀγκάς

Data

{'headword_display': '<b>ἀγκάς</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἀγκάς</HL><PS>adv</PS><Ety>reltd.<Ref>ἀγκών</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>in the arms</Tr><Au>Hom. AR. Theoc.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἀγκάς'}