Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνηλέητος
ἀνηλειψίᾱ
ἀνῆλθον
ἀνήλιος
ἀνήλισκον
ἀνήλυθον
ἀνηλώθην
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκᾱρύσσω
ἀγκάς
ἄγκειμαι
ἀγκέχυται
ἀγκιστρείᾱ
ἀγκιστρευτικός
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκιστρωτός
ἀγκλαίω
ἀγκλέπτω
View word page
ἀγκᾱρύσσω
ἀγκᾱρύσσωdial.vbseeἀνακηρύσσω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγκᾱρύσσω
Headword (normalized):
ἀγκᾱρύσσω
Headword (normalized/stripped):
αγκαρυσσω
IDX:
5350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5351
Key:
ἀγκᾱρύσσω

Data

{'headword_display': '<b>ἀγκᾱρύσσω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀγκᾱρύσσω</HL><PS>dial.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνακηρύσσω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀγκᾱρύσσω'}