Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνηλεής
ἀνηλέητος
ἀνηλειψίᾱ
ἀνῆλθον
ἀνήλιος
ἀνήλισκον
ἀνήλυθον
ἀνηλώθην
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκᾱρύσσω
ἀγκάς
ἄγκειμαι
ἀγκέχυται
ἀγκιστρείᾱ
ἀγκιστρευτικός
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκιστρωτός
ἀγκλαίω
View word page
ἄγκαλος
ἄγκαλοςουmἀγκάλη armfulw.gen.of twigshHom.dub.

ShortDef

an armful, bundle

Debugging

Headword:
ἄγκαλος
Headword (normalized):
ἄγκαλος
Headword (normalized/stripped):
αγκαλος
IDX:
5349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5350
Key:
ἄγκαλος

Data

{'headword_display': '<b>ἄγκαλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἄγκαλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἀγκάλη</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>armful<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of twigs</Expl></Tr><Au>hHom.<LblR>dub.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'ἄγκαλος'}