Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνήκω
ἀνηλεής
ἀνηλέητος
ἀνηλειψίᾱ
ἀνῆλθον
ἀνήλιος
ἀνήλισκον
ἀνήλυθον
ἀνηλώθην
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκᾱρύσσω
ἀγκάς
ἄγκειμαι
ἀγκέχυται
ἀγκιστρείᾱ
ἀγκιστρευτικός
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκιστρωτός
View word page
ἀγκάλισμα
ἀγκάλισμαατοςnἀγκαλίζομαι that which is embracediron., ref. to the seadarlingw.gen.of the windTim.

ShortDef

that which is embraced

Debugging

Headword:
ἀγκάλισμα
Headword (normalized):
ἀγκάλισμα
Headword (normalized/stripped):
αγκαλισμα
IDX:
5348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5349
Key:
ἀγκάλισμα

Data

{'headword_display': '<b>ἀγκάλισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀγκάλισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἀγκαλίζομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>that which is embraced</Def><nS2><Indic>iron., ref. to the sea</Indic><Tr>darling<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of the wind</Expl></Tr><Au>Tim.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ἀγκάλισμα'}