Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνηκουστέω
ἀνηκουστίᾱ
ἀνήκουστος
ἀνήκω
ἀνηλεής
ἀνηλέητος
ἀνηλειψίᾱ
ἀνῆλθον
ἀνήλιος
ἀνήλισκον
ἀνήλυθον
ἀνηλώθην
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκᾱρύσσω
ἀγκάς
ἄγκειμαι
ἀγκέχυται
ἀγκιστρείᾱ
ἀγκιστρευτικός
View word page
ἀνήλυθον
ἀνήλυθονep.aor.2seeἀνέρχομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνήλυθον
Headword (normalized):
ἀνήλυθον
Headword (normalized/stripped):
ανηλυθον
IDX:
5345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5346
Key:
ἀνήλυθον

Data

{'headword_display': '<b>ἀνήλυθον</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀνήλυθον<LblR>ep.aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀνέρχομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνήλυθον'}