Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεύρετος
ἀνευρίσκω
ἄνευρος
ἀνευφημέω
ἀνεφάλλομαι
ἀνέφελος
ἀνέφικτος
ἀνεχέγγυος
ἀνέχω
ἀνεψιός
ἀνεψιότης
ἄνεω
ἀνέῳγα
ἀνέωνται
ἄνη
ἀνηβάω
ἀνηβητήριος
ἄνηβος
ἀνήγαγον
ἀνηγέομαι
ἀνήδυντος
View word page
ἀνεψιότης
ἀνεψιότηςητοςmrelationship of cousinsPl. D.

ShortDef

relationship of cousins

Debugging

Headword:
ἀνεψιότης
Headword (normalized):
ἀνεψιότης
Headword (normalized/stripped):
ανεψιοτης
IDX:
5316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5317
Key:
ἀνεψιότης

Data

{'headword_display': '<b>ἀνεψιότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνεψιότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>relationship of cousins</Tr><Au>Pl. D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνεψιότης'}