Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνέρχομαι
ἀνερῶ
ἀνερωτάω
ἄνες
ἀνέσαιμι
ἄνεσις
ἀνέσσυτο
ἀνέστηκα
ἀνέστησα
ἀνέστιος
ἀνεστραμμένως
ἀνέσχεθον
ἀνετάζω
ἄνετε
ἀνέτοιμος
ἀνέτω
ἄνευ
ἄνευθε(ν)
ἀνεύθετος
ἀνεύθῡνος
ἀνεύρεσις
View word page
ἀνεστραμμένως
ἀνεστραμμένωςpf.pass.ptcpl.advsee underἀναστρέφω

ShortDef

inversely

Debugging

Headword:
ἀνεστραμμένως
Headword (normalized):
ἀνεστραμμένως
Headword (normalized/stripped):
ανεστραμμενως
IDX:
5295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5296
Key:
ἀνεστραμμένως

Data

{'headword_display': '<b>ἀνεστραμμένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀνεστραμμένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>ἀναστρέφω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνεστραμμένως'}