Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνερείπομαι
ἀνερεύγομαι
ἀνερευνάω
ἀνερεύνητος
ἀνερήσομαι
ἀνερμάτιστος
ἀνερμήνευτος
ἀνέρομαι
ἀνέρπω
ἀνερρήθην
ἀνερυθριάω
ἀνερύω
ἀνέρχομαι
ἀνερῶ
ἀνερωτάω
ἄνες
ἀνέσαιμι
ἄνεσις
ἀνέσσυτο
ἀνέστηκα
ἀνέστησα
View word page
ἀν-ερυθριάω
ἀν-ερυθριάωcontr.vb of a personbecome redblushPl. X.

ShortDef

to begin to blush, blush up

Debugging

Headword:
ἀνερυθριάω
Headword (normalized):
ἀνερυθριάω
Headword (normalized/stripped):
ανερυθριαω
IDX:
5283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5284
Key:
ἀνερυθριάω

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-ερυθριάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀν-ερυθριάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Def>become red</Def><Tr>blush</Tr><Au>Pl. X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνερυθριάω'}