Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνέραμαι
ἀνέραστος
ἀνέργαστος
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείπομαι
ἀνερεύγομαι
ἀνερευνάω
ἀνερεύνητος
ἀνερήσομαι
ἀνερμάτιστος
ἀνερμήνευτος
ἀνέρομαι
ἀνέρπω
ἀνερρήθην
ἀνερυθριάω
ἀνερύω
ἀνέρχομαι
ἀνερῶ
ἀνερωτάω
ἄνες
View word page
ἀν-ερμάτιστος
ἀν-ερμάτιστοςονadjprivatv.prfx.,ἕρμα of a shipwithout ballasti.e. unstablePl.

ShortDef

without ballast

Debugging

Headword:
ἀνερμάτιστος
Headword (normalized):
ἀνερμάτιστος
Headword (normalized/stripped):
ανερματιστος
IDX:
5278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5279
Key:
ἀνερμάτιστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-ερμάτιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-ερμάτιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>ἕρμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a ship</Indic><Tr>without ballast<Expl>i.e. unstable</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνερμάτιστος'}