Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχείρητος
ἀνέραμαι
ἀνέραστος
ἀνέργαστος
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείπομαι
ἀνερεύγομαι
ἀνερευνάω
ἀνερεύνητος
ἀνερήσομαι
ἀνερμάτιστος
ἀνερμήνευτος
ἀνέρομαι
ἀνέρπω
ἀνερρήθην
ἀνερυθριάω
ἀνερύω
ἀνέρχομαι
ἀνερῶ
View word page
ἀνερεύνητος
ἀνερεύνητοςονadj of questions or argumentsnot investigatedexaminedPl. Arist.

ShortDef

not investigated

Debugging

Headword:
ἀνερεύνητος
Headword (normalized):
ἀνερεύνητος
Headword (normalized/stripped):
ανερευνητος
IDX:
5276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5277
Key:
ἀνερεύνητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνερεύνητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνερεύνητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of questions or arguments</Indic><Tr>not investigated<or/>examined</Tr><Au>Pl. Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνερεύνητος'}