Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεπιτῑ́μητος
ἀνεπίφθονος
ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχείρητος
ἀνέραμαι
ἀνέραστος
ἀνέργαστος
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείπομαι
ἀνερεύγομαι
ἀνερευνάω
ἀνερεύνητος
ἀνερήσομαι
ἀνερμάτιστος
ἀνερμήνευτος
ἀνέρομαι
ἀνέρπω
ἀνερρήθην
ἀνερυθριάω
ἀνερύω
View word page
ἀν-ερεύγομαι
ἀν-ερεύγομαιmid.vb spew upbileMen. of a riverdischarge oneselfgush outw.prep.phr.into a seaAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνερεύγομαι
Headword (normalized):
ἀνερεύγομαι
Headword (normalized/stripped):
ανερευγομαι
IDX:
5274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5275
Key:
ἀνερεύγομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-ερεύγομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀν-ερεύγομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>spew up</Tr><Obj>bile<Au>Men.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Indic>of a river</Indic><Def>discharge oneself</Def><Tr>gush out</Tr><Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>into a sea<Au>AR.</Au> </Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνερεύγομαι'}