Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτῑ́μητος
ἀνεπίφθονος
ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχείρητος
ἀνέραμαι
ἀνέραστος
ἀνέργαστος
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείπομαι
ἀνερεύγομαι
ἀνερευνάω
ἀνερεύνητος
ἀνερήσομαι
View word page
ἀν-επιχείρητος
ἀν-επιχείρητοςονadjἐπιχειρέω of personssafe from attackw.dat.by enemiesPlu.of schemesunassailable, unopposablePlu.

ShortDef

unassailable

Debugging

Headword:
ἀνεπιχείρητος
Headword (normalized):
ἀνεπιχείρητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιχειρητος
IDX:
5267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5268
Key:
ἀνεπιχείρητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-επιχείρητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-επιχείρητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐπιχειρέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>safe from attack<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>by enemies</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1><aS1><Indic>of schemes</Indic><Tr>unassailable, unopposable</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεπιχείρητος'}