Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτῑ́μητος
ἀνεπίφθονος
ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχείρητος
ἀνέραμαι
ἀνέραστος
ἀνέργαστος
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείπομαι
ἀνερεύγομαι
ἀνερευνάω
ἀνερεύνητος
View word page
ἀν-επίφραστος
ἀν-επίφραστοςονadjἐπιφράζομαι of miserynot thought ofunexpected, unforeseenSemon.

ShortDef

unthought of

Debugging

Headword:
ἀνεπίφραστος
Headword (normalized):
ἀνεπίφραστος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιφραστος
IDX:
5266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5267
Key:
ἀνεπίφραστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-επίφραστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-επίφραστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐπιφράζομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of misery</Indic><Def>not thought of</Def><Tr>unexpected, unforeseen</Tr><Au>Semon.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεπίφραστος'}