Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτῑ́μητος
ἀνεπίφθονος
ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχείρητος
ἀνέραμαι
ἀνέραστος
ἀνέργαστος
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείπομαι
ἀνερεύγομαι
View word page
ἀν-επιτῑ́μητος
ἀν-επιτῑ́μητοςονadjἐπιτῑμάω of persons or thingsuncensuredIsoc. Plb. Plu.of behaviournot to be censuredArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνεπιτῑ́μητος
Headword (normalized):
ἀνεπιτῑ́μητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιτιμητος
IDX:
5264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5265
Key:
ἀνεπιτῑ́μητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-επιτῑ́μητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-επιτῑ́μητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐπιτῑμάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons or things</Indic><Tr>uncensured</Tr><Au>Isoc. Plb. Plu.</Au></aS1><aS1><Indic>of behaviour</Indic><Tr>not to be censured</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεπιτῑ́μητος'}