Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεπισήμαντος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτῑ́μητος
ἀνεπίφθονος
ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχείρητος
ἀνέραμαι
ἀνέραστος
ἀνέργαστος
ἄνεργος
ἀνερεθίζω
ἀνερείπομαι
View word page
ἀν-επιτήδευτος
ἀν-επιτήδευτοςονadjἐπιτηδεύω of a form of behaviournot practisedPlu.

ShortDef

made without care

Debugging

Headword:
ἀνεπιτήδευτος
Headword (normalized):
ἀνεπιτήδευτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιτηδευτος
IDX:
5263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5264
Key:
ἀνεπιτήδευτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-επιτήδευτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-επιτήδευτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐπιτηδεύω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a form of behaviour</Indic><Tr>not practised</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεπιτήδευτος'}