Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεπιπληξίᾱ
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτῑ́μητος
ἀνεπίφθονος
ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχείρητος
ἀνέραμαι
ἀνέραστος
ἀνέργαστος
ἄνεργος
View word page
ἀν-επίτακτος
ἀν-επίτακτοςονadj of freedomnot subject to controlunrestrictedTh.

ShortDef

subject to no control

Debugging

Headword:
ἀνεπίτακτος
Headword (normalized):
ἀνεπίτακτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιτακτος
IDX:
5261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5262
Key:
ἀνεπίτακτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-επίτακτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-επίτακτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of freedom</Indic><Def>not subject to control</Def><Tr>unrestricted</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεπίτακτος'}