Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεπίμομφος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπληκτος
ἀνεπιπληξίᾱ
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτῑ́μητος
ἀνεπίφθονος
ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχείρητος
ἀνέραμαι
View word page
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστημοσύνηηςflack of skillincompetenceof a commanderTh. lack of knowledge or understandingignorancePl. X.w.gen.of sthg.Pl.

ShortDef

want of knowledge, ignorance, unskilfulness

Debugging

Headword:
ἀνεπιστημοσύνη
Headword (normalized):
ἀνεπιστημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
ανεπιστημοσυνη
IDX:
5258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5259
Key:
ἀνεπιστημοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>ἀνεπιστημοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνεπιστημοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Def>lack of skill</Def><Tr>incompetence<Expl>of a commander</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1> <nS1><Def>lack of knowledge or understanding</Def><Tr>ignorance</Tr><Au>Pl. X.</Au><nS2><Indic><GLbl>w.gen.</GLbl>of sthg.</Indic><Au>Pl.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ἀνεπιστημοσύνη'}