Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεπιμιξίᾱ
ἀνεπίμομφος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπληκτος
ἀνεπιπληξίᾱ
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτῑ́μητος
ἀνεπίφθονος
ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχείρητος
View word page
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημονικόςή όνadjἀνεπιστήμωνof a practical activitynon-scientificArist.

ShortDef

non-scientific

Debugging

Headword:
ἀνεπιστημονικός
Headword (normalized):
ἀνεπιστημονικός
Headword (normalized/stripped):
ανεπιστημονικος
IDX:
5257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5258
Key:
ἀνεπιστημονικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀνεπιστημονικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνεπιστημονικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀνεπιστήμων</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a practical activity</Indic><Tr>non-scientific</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεπιστημονικός'}