Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεπίληπτος
ἀνεπίμεικτος
ἀνεπιμιξίᾱ
ἀνεπίμομφος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπληκτος
ἀνεπιπληξίᾱ
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτῑ́μητος
ἀνεπίφθονος
View word page
ἀν-επιστάθμευτος
ἀν-επιστάθμευτοςονadjἐπισταθμεύω not obliged to provide accommodation for soldiersexempt from billetingPlb.

ShortDef

exempt from billeting

Debugging

Headword:
ἀνεπιστάθμευτος
Headword (normalized):
ἀνεπιστάθμευτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπισταθμευτος
IDX:
5255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5256
Key:
ἀνεπιστάθμευτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-επιστάθμευτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-επιστάθμευτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐπισταθμεύω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>not obliged to provide accommodation for soldiers</Def><Tr>exempt from billeting</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεπιστάθμευτος'}