Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίληπτος
ἀνεπίμεικτος
ἀνεπιμιξίᾱ
ἀνεπίμομφος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπληκτος
ἀνεπιπληξίᾱ
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπιτήδειος
View word page
ἀν-επίρρεκτος
ἀν-επίρρεκτοςονadjἐπιρρέζω of cooking-potsapp.unconsecratedHes.

ShortDef

not dedicated

Debugging

Headword:
ἀνεπίρρεκτος
Headword (normalized):
ἀνεπίρρεκτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιρρεκτος
IDX:
5252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5253
Key:
ἀνεπίρρεκτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-επίρρεκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-επίρρεκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐπιρρέζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of cooking-pots</Indic><Qualif>app.</Qualif><Tr>unconsecrated</Tr><Au>Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεπίρρεκτος'}