Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεπίγραφος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιδόκητος
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίληπτος
ἀνεπίμεικτος
ἀνεπιμιξίᾱ
ἀνεπίμομφος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπληκτος
ἀνεπιπληξίᾱ
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
View word page
ἀν-επίξεστος
ἀν-επίξεστοςονadjἐπίξέω unplanedof a houseperh.unfinishedHes.

ShortDef

not polished

Debugging

Headword:
ἀνεπίξεστος
Headword (normalized):
ἀνεπίξεστος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιξεστος
IDX:
5249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5250
Key:
ἀνεπίξεστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-επίξεστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-επίξεστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐπί</Ref><Ref>ξέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>unplaned</Def><aS2><Indic>of a house</Indic><Qualif>perh.</Qualif><Tr>unfinished</Tr><Au>Hes.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεπίξεστος'}