Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεπιγνώστως
ἀνεπίγραφος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιδόκητος
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίληπτος
ἀνεπίμεικτος
ἀνεπιμιξίᾱ
ἀνεπίμομφος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπληκτος
ἀνεπιπληξίᾱ
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
View word page
ἀν-επίμομφος
ἀν-επίμομφοςονadj of a destructive actnot to be criticisedirreproachableA.

ShortDef

not blameworthy (see LSJ sv ἐπίμομφος)

Debugging

Headword:
ἀνεπίμομφος
Headword (normalized):
ἀνεπίμομφος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιμομφος
IDX:
5248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5249
Key:
ἀνεπίμομφος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-επίμομφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-επίμομφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a destructive act</Indic><Def>not to be criticised</Def><Tr>irreproachable</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεπίμομφος'}