Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεπαχθής
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπιγνώστως
ἀνεπίγραφος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιδόκητος
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίληπτος
ἀνεπίμεικτος
ἀνεπιμιξίᾱ
ἀνεπίμομφος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπληκτος
ἀνεπιπληξίᾱ
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπίστατος
View word page
ἀν-επίμεικτος
ἀν-επίμεικτοςονadjἐπιμείγνῡμι of the daily life of a disgraced personkept free from contactw. othersPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνεπίμεικτος
Headword (normalized):
ἀνεπίμεικτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιμεικτος
IDX:
5246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5247
Key:
ἀνεπίμεικτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-επίμεικτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-επίμεικτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐπιμείγνῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the daily life of a disgraced person</Indic><Tr>kept free from contact<Expl>w. others</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεπίμεικτος'}