Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεπαίσθητος
ἀνεπάλμενος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδῑτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπιγνώστως
ἀνεπίγραφος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιδόκητος
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίληπτος
ἀνεπίμεικτος
ἀνεπιμιξίᾱ
ἀνεπίμομφος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπληκτος
ἀνεπιπληξίᾱ
ἀνεπίρρεκτος
View word page
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιείκειαᾱςfἀνεπιεικής unfairnessruthlessnessin pursuing legal damagesD.

ShortDef

unfairness, unkindness

Debugging

Headword:
ἀνεπιείκεια
Headword (normalized):
ἀνεπιείκεια
Headword (normalized/stripped):
ανεπιεικεια
IDX:
5242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5243
Key:
ἀνεπιείκεια

Data

{'headword_display': '<b>ἀνεπιείκεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνεπιείκεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀνεπιεικής</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>unfairness</Def><Tr>ruthlessness<Expl>in pursuing legal damages</Expl></Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνεπιείκεια'}