Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνέορτος
ἀνεπάγγελτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπάλμενος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδῑτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπιγνώστως
ἀνεπίγραφος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιδόκητος
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίληπτος
ἀνεπίμεικτος
ἀνεπιμιξίᾱ
ἀνεπίμομφος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπληκτος
View word page
ἀν-επίδικος
ἀν-επίδικοςονadjof an heir, propertynot subject to a legal claimIs. D.

ShortDef

not disputed by legal process, undisputed

Debugging

Headword:
ἀνεπίδικος
Headword (normalized):
ἀνεπίδικος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιδικος
IDX:
5240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5241
Key:
ἀνεπίδικος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-επίδικος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-επίδικος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of an heir, property</Indic><Tr>not subject to a legal claim</Tr><Au>Is. D.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεπίδικος'}