Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξικακίᾱ
ἀνέξοδος
ἀνέορτος
ἀνεπάγγελτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπάλμενος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδῑτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπιγνώστως
ἀνεπίγραφος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιδόκητος
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίληπτος
View word page
ἀν-επαφρόδῑτος
ἀν-επαφρόδῑτοςονadjof spiritual affectionlacking sexual charmX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνεπαφρόδῑτος
Headword (normalized):
ἀνεπαφρόδῑτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπαφροδιτος
IDX:
5235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5236
Key:
ἀνεπαφρόδῑτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-επαφρόδῑτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-επαφρόδῑτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of spiritual affection</Indic><Tr>lacking sexual charm</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεπαφρόδῑτος'}