Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξικακίᾱ
ἀνέξοδος
ἀνέορτος
ἀνεπάγγελτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπάλμενος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδῑτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπιγνώστως
ἀνεπίγραφος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιδόκητος
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
View word page
ἀνεπάλμενος
ἀνεπάλμενος
ep.athem.aor.mid.ptcpl.
ἀνέπαλτο
ep.3sg.athem.aor.mid.
see
ἀνεφάλλομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνεπάλμενος
Headword (normalized):
ἀνεπάλμενος
Headword (normalized/stripped):
ανεπαλμενος
IDX:
5233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5234
Key:
ἀνεπάλμενος
Data
{'headword_display': '<b>ἀνεπάλμενος</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀνεπάλμενος<LblR>ep.athem.aor.mid.ptcpl.</LblR></RefFm><RefFm>ἀνέπαλτο<LblR>ep.3sg.athem.aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀνεφάλλομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνεπάλμενος'}