Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεννόητος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξικακίᾱ
ἀνέξοδος
ἀνέορτος
ἀνεπάγγελτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπάλμενος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδῑτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπιγνώστως
ἀνεπίγραφος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιδόκητος
ἀνεπιείκεια
View word page
ἀν-επαίσθητος
ἀν-επαίσθητοςονadjἐπαισθάνομαι not having perceptionunconscious, unawarew.gen.of disastersPlb.

ShortDef

unperceived, imperceptible

Debugging

Headword:
ἀνεπαίσθητος
Headword (normalized):
ἀνεπαίσθητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπαισθητος
IDX:
5232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5233
Key:
ἀνεπαίσθητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-επαίσθητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-επαίσθητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐπαισθάνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>not having perception</Def><Tr>unconscious, unaware<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of disasters</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεπαίσθητος'}