Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
ἀνένδεκτος
ἀνένεικα
ἀνεννόητος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξικακίᾱ
ἀνέξοδος
ἀνέορτος
ἀνεπάγγελτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπάλμενος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδῑτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπιβούλευτος
View word page
ἀν-εξεύρετος
ἀν-εξεύρετοςονadjἐξευρίσκω of a totalnot able to be found outunascertainableTh.

ShortDef

not to be found out

Debugging

Headword:
ἀνεξεύρετος
Headword (normalized):
ἀνεξεύρετος
Headword (normalized/stripped):
ανεξευρετος
IDX:
5227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5228
Key:
ἀνεξεύρετος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-εξεύρετος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-εξεύρετος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐξευρίσκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a total</Indic><Def>not able to be found out</Def><Tr>unascertainable</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεξεύρετος'}