Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεμοτρεφής
ἀνεμπλήκτως
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
ἀνένδεκτος
ἀνένεικα
ἀνεννόητος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξικακίᾱ
ἀνέξοδος
ἀνέορτος
ἀνεπάγγελτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπάλμενος
ἀνέπαφος
View word page
ἀν-εξαπάτητος
ἀν-εξαπάτητοςονadjἐξαπατάω of personsnot deceivedcheatedArist.

ShortDef

infallible, not to be deceived

Debugging

Headword:
ἀνεξαπάτητος
Headword (normalized):
ἀνεξαπάτητος
Headword (normalized/stripped):
ανεξαπατητος
IDX:
5224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5225
Key:
ἀνεξαπάτητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-εξαπάτητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-εξαπάτητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐξαπατάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>not deceived<or/>cheated</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεξαπάτητος'}