Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμπλήκτως
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
ἀνένδεκτος
ἀνένεικα
ἀνεννόητος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξικακίᾱ
ἀνέξοδος
ἀνέορτος
ἀνεπάγγελτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπάλμενος
View word page
ἀν-εξάλειπτος
ἀν-εξάλειπτοςονadjἐξαλείφω of honoursnot able to be wiped outindelible, everlastingIsoc.

ShortDef

indelible

Debugging

Headword:
ἀνεξάλειπτος
Headword (normalized):
ἀνεξάλειπτος
Headword (normalized/stripped):
ανεξαλειπτος
IDX:
5223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5224
Key:
ἀνεξάλειπτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-εξάλειπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-εξάλειπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐξαλείφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of honours</Indic><Def>not able to be wiped out</Def><Tr>indelible, everlasting</Tr><Au>Isoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεξάλειπτος'}