Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεμοσκεπής
ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμπλήκτως
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
ἀνένδεκτος
ἀνένεικα
ἀνεννόητος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξικακίᾱ
ἀνέξοδος
ἀνέορτος
ἀνεπάγγελτος
ἀνεπαίσθητος
View word page
ἀν-εννόητος
ἀν-εννόητοςονadjἐννοέω without understandinguncertain, ignorantw.gen.of sthg.Plb.

ShortDef

without conception of

Debugging

Headword:
ἀνεννόητος
Headword (normalized):
ἀνεννόητος
Headword (normalized/stripped):
ανεννοητος
IDX:
5222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5223
Key:
ἀνεννόητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-εννόητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-εννόητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐννοέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>without understanding</Def><Tr>uncertain, ignorant<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of sthg.</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεννόητος'}