Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεμέσητος
ἀνέμητος
ἀνεμιαῖος
ᾱ̓νεμόεις
ἀνεμόομαι
ἄνεμος
ἀνεμοσκεπής
ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμπλήκτως
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
ἀνένδεκτος
ἀνένεικα
ἀνεννόητος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέταστος
View word page
ἀν-εμπόδιστος
ἀν-εμπόδιστοςονadjἐμποδίζω of an activity, a lifestylewithout impedimentunhindered, unobstructedArist.of military movementsPlb.

ShortDef

unembarrassed

Debugging

Headword:
ἀνεμπόδιστος
Headword (normalized):
ἀνεμπόδιστος
Headword (normalized/stripped):
ανεμποδιστος
IDX:
5216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5217
Key:
ἀνεμπόδιστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-εμπόδιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-εμπόδιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐμποδίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an activity, a lifestyle</Indic><Def>without impediment</Def><Tr>unhindered, unobstructed</Tr><Au>Arist.</Au><aS2><Indic>of military movements</Indic><Au>Plb.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεμπόδιστος'}