Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνέμβατος
ἀνεμέσητος
ἀνέμητος
ἀνεμιαῖος
ᾱ̓νεμόεις
ἀνεμόομαι
ἄνεμος
ἀνεμοσκεπής
ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμπλήκτως
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
ἀνένδεκτος
ἀνένεικα
ἀνεννόητος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξέλεγκτος
View word page
ἀνεμπλήκτως
ἀνεμπλήκτωςadvprivatv.prfx.,ἔμπληκτος without great emotionPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνεμπλήκτως
Headword (normalized):
ἀνεμπλήκτως
Headword (normalized/stripped):
ανεμπληκτως
IDX:
5215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5216
Key:
ἀνεμπλήκτως

Data

{'headword_display': '<b>ἀνεμπλήκτως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἀνεμπλήκτως</HL><PS>adv</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>ἔμπληκτος</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>without great emotion</Tr><Au>Plu.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἀνεμπλήκτως'}