Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνελίσσω
ἀνέλκω
ἀνελληνόστολος
ἄνελπις
ἀνέλπιστος
ἀνέμβατος
ἀνεμέσητος
ἀνέμητος
ἀνεμιαῖος
ᾱ̓νεμόεις
ἀνεμόομαι
ἄνεμος
ἀνεμοσκεπής
ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμπλήκτως
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
ἀνένδεκτος
View word page
ἀνεμόομαι
ἀνεμόομαιpass.contr.vb be inflated with airPl.

ShortDef

to be filled with wind

Debugging

Headword:
ἀνεμόομαι
Headword (normalized):
ἀνεμόομαι
Headword (normalized/stripped):
ανεμοομαι
IDX:
5210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5211
Key:
ἀνεμόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνεμόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνεμόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be inflated with air</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνεμόομαι'}