Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεκάς
ἀνέκβατος
ἀνέκδοτος
ἀνέκλειπτος
ἀνέκπληκτος
ἀνέκπλυτος
ἀνέκραγον
ἀνεκτέος
ἀνεκτός
ἀνέλεγκτος
ἀνελέγχομαι
ἀνελεήμων
ἀνελευθερίᾱ
ἀνελεύθερος
ἀνέλιξις
ἀνελίσσω
ἀνέλκω
ἀνελληνόστολος
ἄνελπις
ἀνέλπιστος
ἀνέμβατος
View word page
ἀν-ελέγχομαι
ἀν-ελέγχομαιpass.vbἀνά be exposedas a wrongdoerE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνελέγχομαι
Headword (normalized):
ἀνελέγχομαι
Headword (normalized/stripped):
ανελεγχομαι
IDX:
5195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5196
Key:
ἀνελέγχομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-ελέγχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀν-ελέγχομαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>ἀνά</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be exposed<Expl>as a wrongdoer</Expl></Tr><Au>E.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνελέγχομαι'}