Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεισφορίᾱ
ἀνείσφορος
ἀνέκαθεν
ἀνεκάς
ἀνέκβατος
ἀνέκδοτος
ἀνέκλειπτος
ἀνέκπληκτος
ἀνέκπλυτος
ἀνέκραγον
ἀνεκτέος
ἀνεκτός
ἀνέλεγκτος
ἀνελέγχομαι
ἀνελεήμων
ἀνελευθερίᾱ
ἀνελεύθερος
ἀνέλιξις
ἀνελίσσω
ἀνέλκω
ἀνελληνόστολος
View word page
ἀνεκτέος
ἀνεκτέοςᾱ ονvbl.adjἀνέχωof an outrageto be borneS.

ShortDef

to be borne

Debugging

Headword:
ἀνεκτέος
Headword (normalized):
ἀνεκτέος
Headword (normalized/stripped):
ανεκτεος
IDX:
5192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5193
Key:
ἀνεκτέος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνεκτέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνεκτέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS><Ety><Ref>ἀνέχω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of an outrage</Indic><Tr>to be borne</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνεκτέος'}