Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνεῖπον
ἀνείργω
ἀνείρομαι
ἀνείρπυσα
ἀνειρύω
ἀνείρω
ἀνείρω
ἀνειρωτάω
ἀνείς
ἀνείσοδος
ἀνεισφορίᾱ
ἀνείσφορος
ἀνέκαθεν
ἀνεκάς
ἀνέκβατος
ἀνέκδοτος
ἀνέκλειπτος
ἀνέκπληκτος
ἀνέκπλυτος
ἀνέκραγον
ἀνεκτέος
View word page
ἀνεισφορίᾱ
ἀνεισφορίᾱᾱςfἀνείσφορος exemption from taxationPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνεισφορίᾱ
Headword (normalized):
ἀνεισφορίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ανεισφορια
IDX:
5182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5183
Key:
ἀνεισφορίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀνεισφορίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνεισφορίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀνείσφορος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>exemption from taxation</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνεισφορίᾱ'}