Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄνειν
ἀνεῖπον
ἀνείργω
ἀνείρομαι
ἀνείρπυσα
ἀνειρύω
ἀνείρω
ἀνείρω
ἀνειρωτάω
ἀνείς
ἀνείσοδος
ἀνεισφορίᾱ
ἀνείσφορος
ἀνέκαθεν
ἀνεκάς
ἀνέκβατος
ἀνέκδοτος
ἀνέκλειπτος
ἀνέκπληκτος
ἀνέκπλυτος
ἀνέκραγον
View word page
ἀν-είσοδος
ἀν-είσοδοςονadjprivatv.prfx. of a placewithout entranceaccessPlu.

ShortDef

without entrance

Debugging

Headword:
ἀνείσοδος
Headword (normalized):
ἀνείσοδος
Headword (normalized/stripped):
ανεισοδος
IDX:
5181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5182
Key:
ἀνείσοδος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-είσοδος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-είσοδος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.</Ety></HG> <aS1><Indic>of a place</Indic><Tr>without entrance<or/>access</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνείσοδος'}