Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄνειμι
ἀνείμων
ἄνειν
ἀνεῖπον
ἀνείργω
ἀνείρομαι
ἀνείρπυσα
ἀνειρύω
ἀνείρω
ἀνείρω
ἀνειρωτάω
ἀνείς
ἀνείσοδος
ἀνεισφορίᾱ
ἀνείσφορος
ἀνέκαθεν
ἀνεκάς
ἀνέκβατος
ἀνέκδοτος
ἀνέκλειπτος
ἀνέκπληκτος
View word page
ἀνειρωτάω
ἀνειρωτάωIon.contr.vbseeἀνερωτάω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνειρωτάω
Headword (normalized):
ἀνειρωτάω
Headword (normalized/stripped):
ανειρωταω
IDX:
5179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5180
Key:
ἀνειρωτάω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνειρωτάω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀνειρωτάω</HL><PS>Ion.contr.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνερωτάω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνειρωτάω'}