Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνειλίσσω
ἀνείλλομαι
ἀνείλλομαι
ἀνεῖλον
ἀνειμένος
ἄνειμι
ἀνείμων
ἄνειν
ἀνεῖπον
ἀνείργω
ἀνείρομαι
ἀνείρπυσα
ἀνειρύω
ἀνείρω
ἀνείρω
ἀνειρωτάω
ἀνείς
ἀνείσοδος
ἀνεισφορίᾱ
ἀνείσφορος
ἀνέκαθεν
View word page
ἀνείρομαι
ἀνείρομαιIon.mid.vbseeἀνέρομαι

ShortDef

inquire of, question

Debugging

Headword:
ἀνείρομαι
Headword (normalized):
ἀνείρομαι
Headword (normalized/stripped):
ανειρομαι
IDX:
5174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5175
Key:
ἀνείρομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνείρομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀνείρομαι</HL><PS>Ion.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνέρομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνείρομαι'}