Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἀνδροφθόρος
ἀνδροφονίᾱ
ἀνδροφόνος
ἀνδροφόντης
ἀνδροφυής
ἀνδρώδης
ἀνδρών
ἀνδρωνῖτις
ἀνδύεται
ἀνέβην
ἀνέβραχε
ἀνέβωσα
ἀνέγγυος
ἀνεγείρω
ἀνέγερτος
ἀνέγκλητος
ἀνέγκλιτος
ἀνεγκωμίαστος
ἀνέγνων
ἀνέδειξα
ἀνέδην
View word page
ἀνέβραχε
ἀνέβραχε
3sg.aor.2
see
ἀναβραχεῖν
ShortDef
clashed
Debugging
Headword:
ἀνέβραχε
Headword (normalized):
ἀνέβραχε
Headword (normalized/stripped):
ανεβραχε
IDX:
5139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5140
Key:
ἀνέβραχε
Data
{'headword_display': '<b>ἀνέβραχε</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀνέβραχε<LblR>3sg.aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀναβραχεῖν</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνέβραχε'}