Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδροτυχής
ἀνδροφάγος
ἀνδροφθόρος
ἀνδροφονίᾱ
ἀνδροφόνος
ἀνδροφόντης
ἀνδροφυής
ἀνδρώδης
ἀνδρών
ἀνδρωνῖτις
ἀνδύεται
ἀνέβην
ἀνέβραχε
ἀνέβωσα
ἀνέγγυος
ἀνεγείρω
ἀνέγερτος
ἀνέγκλητος
ἀνέγκλιτος
ἀνεγκωμίαστος
ἀνέγνων
View word page
ἀνδύεται
ἀνδύεταιep.3sg.mid.seeἀναδύομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδύεται
Headword (normalized):
ἀνδύεται
Headword (normalized/stripped):
ανδυεται
IDX:
5137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5138
Key:
ἀνδύεται

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδύεται</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀνδύεται<LblR>ep.3sg.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀναδύομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνδύεται'}