Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδροτής
ἀνδροτυχής
ἀνδροφάγος
ἀνδροφθόρος
ἀνδροφονίᾱ
ἀνδροφόνος
ἀνδροφόντης
ἀνδροφυής
ἀνδρώδης
ἀνδρών
ἀνδρωνῖτις
ἀνδύεται
ἀνέβην
ἀνέβραχε
ἀνέβωσα
ἀνέγγυος
ἀνεγείρω
ἀνέγερτος
ἀνέγκλητος
ἀνέγκλιτος
ἀνεγκωμίαστος
View word page
ἀνδρωνῖτις
ἀνδρωνῖτιςιδοςfmen's quartersLys. X.

ShortDef

passage between two courts of a house

Debugging

Headword:
ἀνδρωνῖτις
Headword (normalized):
ἀνδρωνῖτις
Headword (normalized/stripped):
ανδρωνιτις
IDX:
5136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5137
Key:
ἀνδρωνῖτις

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδρωνῖτις</b>', 'content': "<NE><HG><HL>ἀνδρωνῖτις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>men's quarters</Tr><Au>Lys. X.</Au></nS1></NE>", 'key': 'ἀνδρωνῖτις'}