Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδρομήκης
ἀνδρόομαι
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδρόπρῳρος
Ἄνδρος
ἀνδροσφαγεῖον
ἀνδρόσφιγξ
ἀνδροτής
ἀνδροτυχής
ἀνδροφάγος
ἀνδροφθόρος
ἀνδροφονίᾱ
ἀνδροφόνος
ἀνδροφόντης
ἀνδροφυής
ἀνδρώδης
ἀνδρών
ἀνδρωνῖτις
ἀνδύεται
ἀνέβην
View word page
ἀνδρο-φάγος
ἀνδρο-φάγοςονadjφαγεῖν of the Cyclopsman-eatingOd.

ShortDef

eating men

Debugging

Headword:
ἀνδροφάγος
Headword (normalized):
ἀνδροφάγος
Headword (normalized/stripped):
ανδροφαγος
IDX:
5128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5129
Key:
ἀνδροφάγος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδρο-φάγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνδρο-φάγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φαγεῖν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the Cyclops</Indic><Tr>man-eating</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνδροφάγος'}