Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρόομαι
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδρόπρῳρος
Ἄνδρος
ἀνδροσφαγεῖον
ἀνδρόσφιγξ
ἀνδροτής
ἀνδροτυχής
ἀνδροφάγος
ἀνδροφθόρος
ἀνδροφονίᾱ
ἀνδροφόνος
ἀνδροφόντης
ἀνδροφυής
ἀνδρώδης
ἀνδρών
ἀνδρωνῖτις
ἀνδύεται
View word page
ἀνδρο-τυχής
ἀνδρο-τυχήςέςadjτυγχάνω of young women's livesgaining a husbandA.

ShortDef

getting a husband

Debugging

Headword:
ἀνδροτυχής
Headword (normalized):
ἀνδροτυχής
Headword (normalized/stripped):
ανδροτυχης
IDX:
5127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5128
Key:
ἀνδροτυχής

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδρο-τυχής</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀνδρο-τυχής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τυγχάνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of young women's lives</Indic><Tr>gaining a husband</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἀνδροτυχής'}