Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ἀνδρομέδᾱ
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρόομαι
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδρόπρῳρος
Ἄνδρος
ἀνδροσφαγεῖον
ἀνδρόσφιγξ
ἀνδροτής
ἀνδροτυχής
ἀνδροφάγος
ἀνδροφθόρος
ἀνδροφονίᾱ
ἀνδροφόνος
ἀνδροφόντης
ἀνδροφυής
ἀνδρώδης
ἀνδρών
ἀνδρωνῖτις
View word page
ἀνδροτής
ἀνδροτήςv.l.ἀδροτήςῆτοςf1st syllab. scanned shortmanly form or qualitymanlinessIl.

ShortDef

manhood

Debugging

Headword:
ἀνδροτής
Headword (normalized):
ἀνδροτής
Headword (normalized/stripped):
ανδροτης
IDX:
5126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5127
Key:
ἀνδροτής

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδροτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνδροτής<VL><Lbl>v.l.</Lbl><FmHL>ἀδροτής</FmHL></VL></HL><Infl>ῆτος</Infl><PS>f</PS><FG><Case><Lbl>1st syllab. scanned short</Lbl></Case></FG></HG><nS1><Def>manly form or quality</Def><Tr>manliness</Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνδροτής'}