Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδρολέτειρα
ἀνδροληψίᾱ
ἀνδρομανής
Ἀνδρομάχη
Ἀνδρομέδᾱ
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρόομαι
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδρόπρῳρος
Ἄνδρος
ἀνδροσφαγεῖον
ἀνδρόσφιγξ
ἀνδροτής
ἀνδροτυχής
ἀνδροφάγος
ἀνδροφθόρος
ἀνδροφονίᾱ
ἀνδροφόνος
ἀνδροφόντης
View word page
ἀνδρό-πρῳρος
ἀνδρό-πρῳροςονadjπρῷρα of creatureshaving the face of a manman-facedEmp.

ShortDef

with man's face

Debugging

Headword:
ἀνδρόπρῳρος
Headword (normalized):
ἀνδρόπρῳρος
Headword (normalized/stripped):
ανδροπρωρος
IDX:
5122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5123
Key:
ἀνδρόπρῳρος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδρό-πρῳρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνδρό-πρῳρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρῷρα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of creatures</Indic><Def>having the face of a man</Def><Tr>man-faced</Tr><Au>Emp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνδρόπρῳρος'}