Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδροκτόνος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδροληψίᾱ
ἀνδρομανής
Ἀνδρομάχη
Ἀνδρομέδᾱ
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρόομαι
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδρόπρῳρος
Ἄνδρος
ἀνδροσφαγεῖον
ἀνδρόσφιγξ
ἀνδροτής
ἀνδροτυχής
ἀνδροφάγος
ἀνδροφθόρος
ἀνδροφονίᾱ
ἀνδροφόνος
View word page
ἀνδρο-πλήθεια
ἀνδρο-πλήθειαᾱςfπλῆθος abundance of menw.gen.in an armyA.

ShortDef

a multitude of men

Debugging

Headword:
ἀνδροπλήθεια
Headword (normalized):
ἀνδροπλήθεια
Headword (normalized/stripped):
ανδροπληθεια
IDX:
5121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5122
Key:
ἀνδροπλήθεια

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδρο-πλήθεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνδρο-πλήθεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πλῆθος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>abundance of men<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>in an army</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνδροπλήθεια'}